ους, ουν :c. δύσθροος.
δύσθρους, -ουν και δύσθροος, -ον (Α)αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.
δύσ-θρους, ουνill-sounding, Aesch. to be dispirited, to despond, Hhymn.