δύσθροος

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσθροος Medium diacritics: δύσθροος Low diacritics: δύσθροος Capitals: ΔΥΣΘΡΟΟΣ
Transliteration A: dýsthroos Transliteration B: dysthroos Transliteration C: dysthroos Beta Code: du/sqroos

English (LSJ)

δύσθροον, ill-sounding, φωνά Pi.P.4.63; βάγματα, αὐδά, γόοι, A.Pers.637 (lyr.), 942 (anap.), 1076 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 malsonante φωνά del tartamudo Bato, Pi.P.4.63.
2 de triste sonido, lastimero βάγματα A.Pers.636, αὐδά A.Pers.942, γόοι A.Pers.1076, Ἠχώ Nonn.D.32.131, 48.790.

German (Pape)

[Seite 681] mißtönend, traurig klingend; φωνή Pind. P. 4, 63; αὐδή, γόοι, Aesch. Pers. 940. 1076.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
plaintif, lamentable.
Étymologie: δυσ-, θρόος.

Russian (Dvoretsky)

δύσθροος: Pind., Aesch. = δυσθρήνητος.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθροος: -ον, κακῶς ἠχῶν, φωνὰ Πίνδ. Π. 4. 111· βάγματα, αὐδή, γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 635, 941, 1076.

English (Slater)

δύσθροος, -ον ill-sounding δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (sc. Βάττον, who was afflicted with a stammer) (P. 4.63)

Greek Monotonic

δύσθροος: -ον, αυτός που ηχεί, αυτός που ακούγεται άσχημα, σε Αισχύλ.

Translations

cacophonous

Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk