ἐγκοπεύς

Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

εύς, ὁ,

   A tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.

German (Pape)

[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: ἐγκόπτω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ cincel Luc.Somn.3, cf. Sud.

Greek Monotonic

ἐγκοπεύς: -έως, ὁ, εργαλείο (λιθοξόου) κατάλληλο για κοπή λίθων, κοπίδι, σκαρπέλλο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Luc.

Middle Liddell

ἐγκοπεύς, έως, [from εγκόπτω]
a tool for cutting stone, chisel, Luc.