εἰκοσάς

Revision as of 21:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A score, Orac. ap. Luc.Alex.11, Vett. Val.339.1, S.E. M.4.32, Hierocl. in CA20p.464M.

German (Pape)

[Seite 727] άδος, ἡ, die Zahl zwanzig (s. εἰκάς), Luc. Alex. 11 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσάς: -άδος, ἡ, = εἰκάς, Λουκ. Ἀλέξ. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 32.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
vingtaine, le nombre vingt.
Étymologie: εἴκοσι.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ
veintena, veinte εἰ. τρισάριθμος tres veces veinte e.e. sesenta Orác. en Luc.Alex.11, ἕως εἰκοσάδος καὶ ἑπτάδος hasta veintisiete Aristid.Quint.126.9, ἔτι δὲ καὶ τῆς εἰκοσάδος δεσπόζει ὁ Ἥλιος Vett.Val.325.15, cf. S.E.M.4.32, Iambl.in Nic.96.29, Procl.in R.2.317.

Greek Monotonic

εἰκοσάς: -άδος, ἡ, = εἰκάς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκοσάς: άδος ἡ число двадцать Luc., Sext.

Middle Liddell

εἰκοσάς, άδος, = εἰκάς, Luc.]