ἑξηκονταέτης

Revision as of 22:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ες,

   A sixty years old, Mimn.6, Hp. Epid.5.25; also -ετῶν λυκαβάντων IG12(7).290 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἑξηκονταέτης: -ες, ἔχων ἡλικίαν ἑξήκοντα ἐτῶν, Μίμν. 6, Ἱππ. 1149D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sexagénaire.
Étymologie: ἑξήκοντα, ἔτος.

Greek Monotonic

ἑξηκονταέτης: -ες (ἔτος), αυτός που είναι εξήντα ετών, εξηντάχρονος, σε Μίμν.

Middle Liddell

ἑξηκοντα-έτης, ες ἔτος
sixty years old, Mimnerm.