ἑξηκονταέτης

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξηκονταέτης Medium diacritics: ἑξηκονταέτης Low diacritics: εξηκονταέτης Capitals: ΕΞΗΚΟΝΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: hexēkontaétēs Transliteration B: hexēkontaetēs Transliteration C: eksikontaetis Beta Code: e(chkontae/ths

English (LSJ)

ἑξηκονταέτες, sixty years old, Mimn.6, Hp. Epid.5.25; also ἑξηκονταετῶν λυκαβάντων IG12(7).290 (Amorgos).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sexagénaire.
Étymologie: ἑξήκοντα, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξηκονταέτης: -ες, ἔχων ἡλικίαν ἑξήκοντα ἐτῶν, Μίμν. 6, Ἱππ. 1149D, κτλ.

Greek Monotonic

ἑξηκονταέτης: -ες (ἔτος), αυτός που είναι εξήντα ετών, εξηντάχρονος, σε Μίμν.

Middle Liddell

ἑξηκοντα-έτης, ες ἔτος
sixty years old, Mimnerm.