ἐπινίκειος

Revision as of 22:19, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

[ῑ], ον, = sq., S.OC1088 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 965] bei Soph. O. C. 1090 Lesart der mss. ἐπινικείῳ σθένει, wofür Herm. ἐπὶ νικείῳ vermuthet, vulg. ἐπινικίῳ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίκειος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1088, χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐπινίκιος.

Greek Monotonic

ἐπινίκειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινίκειος: (νῑ) Soph. = ἐπινίκιος.

Middle Liddell

ἐπινίκειος, ον = ἐπῑνίκιος, Soph.]