ἐπικαινόω

Revision as of 22:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A introduce innovations into, μὴ 'πικαινούντων νόμους A.Eu.693 (Steph. for μὴ 'πικαινόντων).

German (Pape)

[Seite 944] Neuerungen vornehmen, νόμους, ändern, Aesch. Eum. 663, emend.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
renouveler, introduire des innovations dans, acc..
Étymologie: ἐπί, καινόω.

Greek Monotonic

ἐπικαινόω: μέλ. -ώσω, εισάγω καινοτομίες στους νόμους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαινόω: обновлять, делать новым: ἐ. νόμους Aesch. менять законы.

Middle Liddell

fut. ώσω
to innovate upon, Aesch.