ἔρισμα

Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ατος, τό

   A, (ἐρίζω) cause of quarrel, Il.4.38.    II ἐρίσμασιν· εἰρεσίαις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1030] τό, Gegenstand des Streites, Zankapfel, Il. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρισμα: τό, (ἐρίζω) αἰτία ἔριδος, Ἰλ. Δ. 38.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet de dispute.
Étymologie: ἐρίζω.

English (Autenrieth)

(ἐρίζω): matter or cause of strife, Il. 4.38†.

Greek Monolingual

ἔρισμα, τὸ (Α) ερίζω
αιτία, αφορμή φιλονεικίας.

Greek Monotonic

ἔρισμα: -ατος, τό (ἐρίζω), αιτία διαμάχης, διχόνοιας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρισμα: ατος τό предмет спора, причина вражды Hom.

Middle Liddell

ἔρισμα, ατος, τό, ἐρίζω
a cause of quarrel, Il.