ἐχέτης

Revision as of 23:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monolingual

ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].

Greek Monotonic

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.

Middle Liddell

ἐχέτης, ου,
= ὁ ἔχων, a man of substance, Pind.