θεότευκτος
English (LSJ)
ον,
A made by God, πύργοι Simm. 25, cf. Doroth. ap. Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 1198] von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).
Greek (Liddell-Scott)
θεότευκτος: -ον, θεοκατασκεύαστος, πύργος Ἀνθ. Π. 15. 22· πλάκες (ὁ δεκάλογος) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fabriqué par la divinité.
Étymologie: θεός, τεύχω.
Greek Monolingual
θεότευκτος, -ον (AM)
κατασκευασμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν-επί-τευκτος, νεό-τευκτος].
Greek Monotonic
θεότευκτος: -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θεότευκτος: созданный богами (πύργοι Anth.).
Middle Liddell
θεό-τευκτος, ον
made by God, Anth.