θεότευκτος

Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A made by God, πύργοι Simm. 25, cf. Doroth. ap. Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).

Greek (Liddell-Scott)

θεότευκτος: -ον, θεοκατασκεύαστος, πύργος Ἀνθ. Π. 15. 22· πλάκες (ὁ δεκάλογος) Γρηγ. Νυσσ. 1. 272.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué par la divinité.
Étymologie: θεός, τεύχω.

Greek Monolingual

θεότευκτος, -ον (AM)
κατασκευασμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν-επί-τευκτος, νεό-τευκτος].

Greek Monotonic

θεότευκτος: -ον, ο δημιουργημένος από τους θεούς, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεότευκτος: созданный богами (πύργοι Anth.).

Middle Liddell

θεό-τευκτος, ον
made by God, Anth.