θρασύμητις

Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,= foreg., AP6.324 (Leon. Alex.).

German (Pape)

[Seite 1216] Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσύμητις: -ιδος, ἡ, = τῷ προηγ. Ἀνθ. Π. 324.

Greek Monolingual

θρασύμητις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μήτις «σύνεση, σκέψη»].

Greek Monotonic

θρᾰσύμητις: -ιδος, ὁ, ἡ, = το προηγ. σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύμητις: ιδος adj. m отважный душой, смелый духом, мужественный (Ἄρης Anth.).

Middle Liddell

θρᾰσύ-μητις, ιδος = θρᾰσυμήδης, Anth.]