καταθρηνέω

Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A bewail, E.El.1326 (anap.), prob. in Phld.Mort.24: c. acc., τὴν Ἀλεξάνδρου τελευτήν D.S.17.118; ἀποθνῄσκοντας Plu.2.1103a; ἑαυτούς App.Pun.81.

German (Pape)

[Seite 1349] beklagen, beweinen; ἐπὶ τύμβῳ Eur. El. 1326; τινά, D. Sic. 17, 118; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταθρηνέω: ἐπιτεταμ. τοῦ θρηνῶ, κλαίω, Εὐρ. Ἠλ. 1326· μετ’ αἰτ., Διόδ. 17. 118, Ἀππ. Καρχηδ. 81.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pleurer sur, déplorer.
Étymologie: κατά, θρηνέω.

Greek Monotonic

καταθρηνέω: μέλ. -ήσω, κλαίω, μοιρολογώ, θρηνώ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταθρηνέω:
1) плакать (ἐπὶ τύμβῳ Eur.);
2) оплакивать (τὴν τελευτήν τινος Diod.; ἀποθνήσκοντας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θρηνέω bejammeren, bewenen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to bewail, lament, mourn, Eur.