lament
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive and absolute
P. and V. ὀδύρεσθαι, ἀποδύρεσθαι, πενθεῖν, θρηνεῖν, ἀποκλάειν (or mid.), στένειν (rare P. but used Dem. 300 and 308), στενάζειν (Dem. 835 but rare P.), δακρύειν, κλάειν (or mid. in V.), P. ὀλοφύρεσθαι, ἀπολοφύρεσθαι, ἀνολοφύρεσθαι, Ar. and V. οἰμώζειν, ἀποιμώζειν, κωκύειν, γοᾶσθαι, V. ἀναστένειν, καταστένειν, ἀνακωκύειν (absol.), δύρεσθαι, θρηνῳδεῖν, ἀνολολύζειν, κατοιμώζειν, ἐξοιμώζειν (absol.); see wail.
beat the breast: P. and V. κόπτεσθαι, V. ἀποκόπτεσθαι.
be vexed at: Ar. and P. ἀγανακτεῖν (dat.), χαλεπαίνειν (dat.), P. δυσχεραίνειν, (dat.), V. δυσφορεῖν; (dat.), πικρῶς φέρω, πικρῶς φέρειν (acc.).
lament over: V. ἐπιστένειν; (dat.), ἐπιστενάζειν (dat.), ἐποιμώζειν (dat.), ἐπικωκύειν (acc.).
lament with: V. συστενάζειν; (dat.).
substantive
See lamentation.