κακοτεχνής

Revision as of 00:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ές,

   A = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.

Middle Liddell

κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]