ποταμόχωστος
English (LSJ)
ον,
A deposited by a river, Ephor.65 (e) J., Str.13.3.4.
German (Pape)
[Seite 688] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμόχωστος: -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «ποταμόχωστος. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
amoncelé par les atterrissements d’un fleuve.
Étymologie: ποταμός, χώννυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο / ποταμόχωστος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμό-χωστος].
Greek Monotonic
ποτᾰμόχωστος: -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμόχωστος: нанесенный рекой, являющийся наносом, аллювиальный (χώρα τῆς Αἰγύπτου Diod.).
Middle Liddell
ποτᾰμό-χωστος, ον,
deposited by a river, Strab.