προκυρόομαι

Revision as of 00:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be ratified or confirmed before, ἐν τῷ -κεκυρωμένῳ ψαφίσματι Supp.Epigr.3.674A28 (Rhodes, ii B.C.); διαθήκη -κεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ εοῦ Ep.Gal.3.17:—Med., Anon.Prog.in Rh.1.605 W.

Greek (Liddell-Scott)

προκῡρόομαι: Παθ., ἐπικυροῦμαι πρότερον, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. γ΄, 17, Βυζ.· ― Μέσ., Ρήτορες (Walz) 1. 605.

Greek Monotonic

προκῡρόομαι: Παθ., επιβεβαιώνομαι από πριν, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

Pass. to be confirmed before, NTest.