ποταμόνδε

Revision as of 00:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Adv.

   A to or towards a river, Il.21.13, Od.10.159, al.

German (Pape)

[Seite 688] adv., in den Fluß, zum Fluß hin, Il. 21, 13 Od. 10, 159.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμόνδε: Ἐπίρρ. εἰς ποταμόν, ἢ πρὸς ποταμόν, Ἰλ. Φ. 13, Ὀδ. Κ. 159, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers le fleuve ou dans le fleuve avec mouv.
Étymologie: ποταμός, -δε.

English (Autenrieth)

into or to the river.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τον ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. ποταμόν του ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλιν-δε)].

Greek Monotonic

ποτᾰμόνδε: επίρρ., στον ποταμό ή προς τον ποταμό, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμόνδε [ποταμός] adv., naar de rivier.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμόνδε: adv. к реке Hom.

Middle Liddell


to or towards a river, Hom. [from ποτᾰμός]