πυροπωλέω
English (LSJ)
A deal in wheat, D.19.114.
German (Pape)
[Seite 824] Weizen verkaufen, mit Weizen handeln, Dem. 19, 114.
Greek (Liddell-Scott)
πῡροπωλέω: πωλῶ πυρούς, σῖτον, σιτοπωλῶ, Δημ. 376. 1, Πολυδ. Ζ´, 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vendre du blé.
Étymologie: πυροπώλης.
Greek Monotonic
πῡροπωλέω: μέλ. -ήσω, πουλώ σιτάρι, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῡροπωλέω [πυρός, πωλής] in graan handelen.
Russian (Dvoretsky)
πῡροπωλέω: торговать пшеницей Dem.