σκάπτειρα

Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ, fem. of

   A σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).

Greek (Liddell-Scott)

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σκαπτήρ, σ. δίκελλα Ἀνθ. Π. 6. 21.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.

Greek Monotonic

σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σκάπτειρα: adj. f вскапывающая (δίκελλα Anth.).

Middle Liddell

σκάπτειρα, ἡ, [fem. of σκαπτήρ, Anth.]