σαρκίζω

Revision as of 01:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A scrape clean of flesh, Hdt.4.64.

German (Pape)

[Seite 863] = σαρκάζω, τὸ δέρμα, die Haut abziehen, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκίζω: ἀφαιρῶ, ἀποξέω τὴν σάρκα, Ἡρῳδιαν. 4. 64, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 233.

French (Bailly abrégé)

arracher par morceaux ; τὸ δέρμα HDT la peau.
Étymologie: σάρξ.

Greek Monolingual

Α σάρξ, σαρκός]
αφαιρώ την σάρκα, γδέρνωμετὰ δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

σαρκίζω: μέλ. -ίσω, αφαιρώ τη σάρκα, γδέρνω, ξεψαχνίζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σαρκίζω: сдирать мясо, очищать (кожу) от мяса Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκίζω [σάρξ] ontvlezen.

Middle Liddell

σαρκίζω,
to strip off the flesh, scrape it out, Hdt.