σκυλοδεψέω

Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A tan hides, Ar.Pl.514 (Bentl. for σκῡτοδεψεῖν).

German (Pape)

[Seite 907] Leder gerben, Ar. Plut. 514.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλοδεψέω: κατεργάζομαι δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être corroyeur.
Étymologie: σκυλοδέψης.

Greek Monotonic

σκῠλοδεψέω: μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκῠλοδεψέω: заниматься дублением кожи, дубить Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυλοδεψέω [σκυλοδέψης] leerlooien, leerlooier zijn.

Middle Liddell

σκῠλοδεψέω, fut. -ήσω
to tan hides, Ar. [from σκῠλοδέψης]