συγκαλυπτός

Revision as of 01:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.

German (Pape)

[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.

Greek Monotonic

συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.

Middle Liddell

συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]