συντεκνοποιέω

Revision as of 01:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A breed children with, τινι X.Mem.2.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκνοποιέω: τεκνοποιῶ ὁμοῦ, ὁ ἀνὴρ τὴν συντεκνοποιοῦσαν ἑαυτῷ τρέφει Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des enfants avec.
Étymologie: σύν, τεκνοποιέω.

Greek Monotonic

συντεκνοποιέω: γεννώ παιδιά από κοινού με κάποιον· ἀνδρί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συντεκνοποιέω: вместе рождать детей (τινι Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντεκνοποιέω [σύν, τεκνοποιέω] met... kinderen maken, met dat.. Xen. Mem. 2.2.5.

Middle Liddell


to breed children with, ἀνδρί Xen.