τημοῦτος

Revision as of 01:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

German (Pape)

[Seite 1108] adv., seltene Nebenf. von τῆμος, Hes. O. 578, daraus gebildet, wie τηλικοῦτος aus τηλίκος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος, κατά το οὗτος.

Greek Monotonic

τημοῦτος: = τημόσδε, τῆμος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τημοῦτος: Hes. = τῆμος.

Middle Liddell

την-άλλως, ορ τὴν, ἄλλως, adv. = τημόσδε, τῆμος, Hes.]