τημοῦτος

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τημοῦτος Medium diacritics: τημοῦτος Low diacritics: τημούτος Capitals: ΤΗΜΟΥΤΟΣ
Transliteration A: tēmoûtos Transliteration B: tēmoutos Transliteration C: timoutos Beta Code: thmou=tos

English (LSJ)

v. τημόσδε, τῆμος.

German (Pape)

[Seite 1108] adv., seltene Nebenf. von τῆμος, Hes. O. 578, daraus gebildet, wie τηλικοῦτος aus τηλίκος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος, κατά το οὗτος.

Greek Monotonic

τημοῦτος: = τημόσδε, τῆμος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τημοῦτος: Hes. = τῆμος.

Middle Liddell

την-άλλως, ορ τὴν, ἄλλως, adv. = τημόσδε, τῆμος, Hes.]