τριξός

Revision as of 02:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ή, όν, Ion. for τρισσός, Hdt.1.171, al.

Greek (Liddell-Scott)

τριξός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τρισσός, εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ δισσός. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. τρισσός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. τρισσός.

Greek Monotonic

τριξός: -ή, -όν, Ιων. αντί τρισσός.

Russian (Dvoretsky)

τριξός: ион. = τρισσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.

Middle Liddell

τριξός, ή, όν [ionic for τρισσός.]