δισσός

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσός Medium diacritics: δισσός Low diacritics: δισσός Capitals: ΔΙΣΣΟΣ
Transliteration A: dissós Transliteration B: dissos Transliteration C: dissos Beta Code: disso/s

English (LSJ)

Att. διττός, Ion. διξός (q.v.), ή, όν, (δίς)
A twofold, double, Hdt.2.44, 7.70, Pl.Tht.198d, etc. Adv. διττῶς, opp. ἁπλῶς, doubly, in two ways, δ. [γνώριμα] Arist.EN1095b2; διττῶς λέγεσθαι ib.1096b13, al.
2 executed in duplicate, ἀποχή POxy.1024.39 (ii A. D.), etc.
II pl., two, Pi.N.1.44, Hdt.5.40,52, A.Pr.957, S.Aj.57, etc.: with a dual, δισσοὶ προάγοντε μάλιστα Iamb.Comm.Math. 25.
III metaph., divided, disagreeing in mind, λήμασι δισσούς (λήμασιν ἴσους Dind.) A.Ag.122 (lyr.).
2 doubtful, ambiguous, ὄνειροι S.El.645; τὸ δισσόν = ambiguity, Arist.Pol.1261b29. Adv. διττῶς Id.SE180a15.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): át. -ττός; dór. fem. -ά Antip.Sid.3617P., jón. διξός Anacr.45, Hdt.2.44
• Morfología: [plu. dat. fem. διξῇσιν Anacr.l.c.]
I 1doble, que consiste en dos λόγος Hdt.3.32, διττὴ ἦν ἡ θήρα había dos clases de caza Pl.Tht.198d, διξὰ Ἡράκλεια doble culto a Heracles Hdt.l.c., δισσὰ στάδια doble carrera en el estadio Pi.N.8.16, ἀναθυμίασις Arist.Mete.360a9, παστάς Antip.Sid.l.c., δισσὴν ... φιλοτιμίαν ἔσχον εἴς τε πόλιν καὶ ἱεροθέσιον Arsameia 39 (I a.C.), δ. ὑδροφόρος hidróforo por dos veces, Didyma 340.11 (heleníst.), τόνος A.D.Pron.8.8, κρίσις 2Ep.Clem.10.5
en plu. dos θύραι Anacr.l.c., cf. Hdt.2.169, 5.52, κῆρες Thgn.837, τύραννοι A.Pr.957, cf. S.Ai.57, δισσοὶ Φινεῖδαι los dos hijos de Fineas S.Ant.971, δισσῶν ἐκ πελειάδων S.Tr.172, ἱστίαι Hdt.5.40, χεῖρες Pi.N.1.44, πόδες Opp.C.2.204, Nonn.D.37.711, ταρσοί IKyzikos 506.4 (imper.), σώματα Antipho Soph.B 49, διὰ δισσῶν ... τρόπων Gorg.B 11a.5, τέχναι Gorg.B 11.10, δισσοὶ λόγοι discursos de doble interpretación E.Fr.189, como tít. de una obra anónima sofística Dialex., I, χωρία Hp.Art.11, διττὰς ἐπ' ἀνθρώποις ἐρώτων ἀγωγάς Luc.Dem.Enc.13, κασίγνητοι Orph.H.39.6, λείπω δ' ἐν θαλάμοις νήπια δισσὰ τέκνα IEphesos 3445.4 (II/I a.C.), cf. CEG 526.1 (Ática IV a.C.), GVI 802.5 (Renea II/I a.C.), δὶς δέκα καὶ δισσοὺς πλήσας ζωῆς λυκάβαντας habiendo cumplido veintidos años de vida, GVI 1474.1 (Renea I d.C.), cf. IG 22.9611.3 (rom.), δισσοὶ γονεῖς ambos padres, IG 12(9).1239 (Edepso, crist.), ςςδδα ... δισσοὶ δ' ἑξεῖται, δύο τέσσαρα, πέμπτος ὁ χεῖος 66441 dos seises, dos cuatros y en quinto lugar un uno en el encabezamiento de un oráculo por astrágalos, Orác. en TAM 3.34.C.62 (Termeso, imper.), c. dual δισσὼ στρατηγώ A.Th.816, εἰ ἔστον τούτω διττὼ τὼ βίω si son éstos dos géneros de vida diferentes Pl.Grg.500d, δισσοὶ προάγοντε μάλιστα Iambl.Comm.Math.25
en lit. crist. doble de la persona encarnada del hijo de Dios ἡ δ. φύσις Paul.Em.Hom.1.5
neutr. subst. τὸ δισσόν = el doble πέπρακα τὸν οἶνον ἐκ δισσοῦ <οὗ> ἠγόρακα he vendido el vino por el doble de lo que pagué por él, POxy.4340.23 (III d.C.)
neutr. sg. como adv. por segunda vez διττὸν γυμνασιαρχήσαντα ITralleis 89 (imper.)
neutr. plu. como adv. en un doble sentido δίσσ' ἐμφορεῖν Democr.B 1a
dos veces στένω σε δισσὰ καὶ τριπλᾶ Lyc.69.
2 doble, dividido, ambiguo δύο λήμασι δισσοὺς Ἀτρεΐδας a los dos hijos de Atreo dobles por su carácter A.A.122, φάσματα δισσῶν ὀνείρων S.El.645
subst. τὸ δισσόν = ambigüedad Arist.Pol.1261b29.
3 de documentos, esp. contratos por duplicado, en doble ejemplar τό τε δόγμα τοῦτο δισσὸν ὑπογραφέν SB 8267.52 (I a.C.), τὸ χειρόγραφον τοῦτο δισσὸν ἐξεδόμεθα PMich.603.26 (II d.C.), τὴν καθήκουσαν ἀποχὴν δισσήν, ὧν τὴν ἑτέραν ἐμοὶ ἀναδώσεις POxy.1024.39 (II d.C.), τὸ ἀντίγραφον ἐπιφέρων ὑμῖν ἐν δισσῷ POxy.1264.12 (III d.C.), τὸ δάνειον κύριον δισσὸν γραφέν PGen.9.2.13 (III d.C.), ἡ πρᾶσις δισσὴ γραφεῖσα ὁμότυπος κυρία ἔστω BGU 917.21 (IV d.C.) en BL 1.83, cf. PBodl.46.24 (III/IV d.C.), συμβόλαια δισσὰ ὁμοτύπως γραφέντα Mitteis Chr.290.2.28 (VI d.C.), δισσόν duplicado en cabeza de documentos PTeb.826.2 (II a.C.), SB 7440.1 (II d.C.).
II adv. δισσῶς = doblemente, de dos maneras λέγεσθαι Arist.EN 1096b13, Mnesith.Ath.27a.9, cf. E.Ph.1337, Arist.EN 1095b2, Sext.Sent.247
ambiguamente Arist.SE 180a15.
• Etimología: Deriv. de διχ- (cf. δίχα), y éste, a su vez, de *δϝι(σ)-, cf. δίς.

German (Pape)

[Seite 643] att. διττός, ion. διξός (δίς, δίχα), zwiefach, doppelt; Hes., Plat. u. A. Bei Dichtern, bes. den Tragg., übh. = zwei; στρατηγοί Aesch. Spt. 801; Soph. Phil. 264; χεῖρες Pind. N. 1, 44; vgl. Xen. Conv. 8, 9 Ages. 2, 30. Bei Aesch. Ag. 121 δύο λήμασι δισσοί wird die Entzweiung, bei Soph. El. 645 φάσματα δισσῶν ὀνείρων, u. bei Luc. Alex. 10 χρησμοὶ δ. καὶ ἀμφίβολοι, das Doppelsinnige ausgedrückt. – Adv., zum zweitenmale, Eur. Phoen. 1347; auf doppelte Weise, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
A. double :
I. au propre ; au plur. deux;
II. 1 désuni, divisé (de sentiments, d'opinions, etc.);
2 à double sens, équivoque;
B. l'un ou l'autre (au sens du lat. alteruter).
Étymologie: δίς ou δίχα.

Russian (Dvoretsky)

δισσός: атт. διττός, ион. διξός 3
1 двойной (θήρα Plat.);
2 dual. и pl. два, двое, оба (στοιχείοις διττοῖς ναίειν Batr.; διξὰ θυρώματα Her.; δισσὼ στρατηγώ Aesch.);
3 двоякий, двойственный (τῷ ποιῷ καὶ τῷ ποσῷ Arst.);
4 двусмысленный (φάσματα δυσσῶν ὀνείρων Soph.; χρησμοί Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

δισσός: Ἀττ. διττός, Ἰων. διξός, ή, όν, (δίς)· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, Ἡρόδ. 2. 44., 7. 70, Πλάτ. Θεαιτ. 198D, κτλ.· ― ἐπίρρ. διττῶς, ἀντίθ. ἁπλῶς, κατὰ δύο τρόπους, δ. λέγεσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 4, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., δύο, Πίνδ. Ν. 1. 67, Ἡρόδ. 5. 40, 52, Αἰσχύλ. Πρ. 957, Σοφ. Αἴ. 57, κτλ. ΙΙΙ. μεταφ., διῃρημένος, ἀσύμφωνος τὸ φρόνημα, λήμασι δισσοὺς (ὁ Δινδ. προτείνει λήμασιν ἴσους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 122. 2) ἀμφίβολος, ἀσαφής, ὄνειροι Σοφ. Ἠλ. 645· ὡσαύτως, τὸ διττόν, ἀμφιβολία, ἀσάφεια, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 3. ― Ἐπίρρ. διττῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 24, 10.

English (Slater)

δισσός two, double δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.44) (ὕμνον) Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα (δίσσων σταδίων ὅτι διαυλοδρόμος. Σ, but perhaps a ref. to two victories is intended) (N. 8.16)

Greek Monolingual

-ή, -όν
βλ. διττός.

Greek Monotonic

δισσός: Αττ. διττός, Ιων. διξός, -ή, -όν (δίς),·
I. δύο ειδών, διπλός, σε Ηρόδ.
II. στον πληθ., δύο, στον ίδ., σε Τραγ. κ.λπ.
III. μεταφ., διπλός, αμφίβολος, ασαφής, αμφιλεγόμενος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Frisk Etymological English

διττός See also: s. δίς.

Middle Liddell

adj adj adj [δίς]
I. two-fold, double, Hdt.
II. in plural two, Hdt., Trag., etc.
III. metaph. double, divided, doubtful, Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

δισσός: διττός
{dissós}
See also: s. δίς.
Page 1,399