ὑπνίδιος

Revision as of 02:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

α, ον, = foreg., AP7.198 (Leon.), dub. cj. for ὑμνιδίῳ.

German (Pape)

[Seite 1207] = ὑπνικός, πάταγος Leon. Tar. 65 (VII, 198).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνίδιος: -α, -ον, = ὑπνηρός, Ἀνθ. Παλ. 7. 198, κατὰ τὸν Brunck. ἀντὶ ὑμνιδίῳ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ὑπνικός.
Étymologie: ὕπνος.

Greek Monotonic

ὑπνίδιος: -α, -ον (ὕπνος), νυσταλέος, νυσταγμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνίδιος: (ῐδ) навевающий сон, усыпляющий (πάταγος Anth.).

Middle Liddell

ὑπνίδιος, η, ον ὕπνος
drowsy, Anth.