ὑπνικός

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνικός Medium diacritics: ὑπνικός Low diacritics: υπνικός Capitals: ΥΠΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hypnikós Transliteration B: hypnikos Transliteration C: ypnikos Beta Code: u(pniko/s

English (LSJ)

ὑπνική, ὑπνικόν, of or for sleep, producing sleep, Hp.Liqu.1, Aret.CA1.10: ὑπνικόν, τό, name of a plant, Zopyr. ap. Orib.14.50.2:—-ὑπνιακός, in Hsch. s.v. μυστικός.

German (Pape)

[Seite 1207] zum Schlafen gehörig, Schlaf machend, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui fait dormir, soporifique.
Étymologie: ὕπνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕπνον, ὁ προξενῶν ὕπνον, ὑπνωτικός, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10· - ὑπνιακὸς παρ’ Ἡσυχ. ἐν λ. μυστικός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὕπνος
αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός.