ὑποτρομέω
English (LSJ)
A = ὑποτρέμω, tremble under, τρομέει δ' ὑπὸ γυῖα Il.10.95. II c. acc., tremble before any one, μιν . . ὑποτρομέεσκον ὁρῶντες 20.28: withoutacc., ὑποτρομέουσιν ἅπαντες 22.241.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρομέω: ὑποτρέμω, τρομέει δ’ ὑπὸ γυῖα Ἰλ. Κ. 95· ὑποτρομέουσιν ἅπαντες Χ. 241. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τρέμω ἐνώπιόν τινος, Υ. 28· μετὰ δοτ., Γρηγ. Ναζ. 21. 10., 34. 2., 27. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
trembler un peu : τινα IL devant qqn.
Étymologie: ὑπότρομος.
English (Autenrieth)
ipf. iter. ὑποτρομέεσκον: tremble before.
Greek Monotonic
ὑποτρομέω: = ὑποτρέμω, τρέμω κάτω από κάποιον, λέγεται για τα μέλη, σκέλη ενός άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρομέω: немного дрожать Hom.: ὑ. τινα Hom. в страхе бежать от кого-л.
Middle Liddell
= ὑποτρέμω
to tremble under one, of a man's limbs, Il. [from ὑπότρομος