φρενομανής

Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A distracted, maddened, A.Ag.1140 (lyr.), Aristodem.8.1 φρενο-μόρως, Adv., (μόρος) suffering from a calamity to the mind, νοσοῦντα φ. S. Aj.626 (lyr.; -βόρως Dindorf).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, wahnsinnig, unsinnig, Aesch. Ag. 1111.

Greek (Liddell-Scott)

φρενομᾰνής: -ές, ὁ ἔχων μανιώδεις φρένας, παράφρων φρενομανής τις εἶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1140.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
à l’esprit égaré.
Étymologie: φρήν, μαίνομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο-μανής, χορο-μανής].

Greek Monotonic

φρενομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που απομακρύνει το μυαλό, παράφρων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φρενομᾰνής: беснующийся, исступленный Aesch.

Middle Liddell

φρενο-μᾰνής, ές μαίνομαι
distracting the mind, maddening, Aesch.