φλαυρότης

Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A poorness, cf. φαυλότης, Plu.2.962a; condemned by Poll.4.12.

German (Pape)

[Seite 1290] ητος, ἡ, att. statt φαυλότης, Poll. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

φλαυρότης: -ητος, ἡ, = φαυλότης, Πλούτ. 2. 962Α, Πολυδ. Δ΄. 12.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
qualité de ce qui est mauvais, vain, frivole.
Étymologie: φλαῦρος.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α φλαῡρος
φαυλότητα.

Greek Monotonic

φλαυρότης: -ητος, ἡ, = φαυλότης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φλαυρότης: ητος ἡ негодность, зло Plut.

Middle Liddell

φλαυρότης, ητος, ἡ, = φαυλότης, Plut.]