φλαῦρος

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλαῦρος Medium diacritics: φλαῦρος Low diacritics: φλαύρος Capitals: ΦΛΑΥΡΟΣ
Transliteration A: phlaûros Transliteration B: phlauros Transliteration C: flayros Beta Code: flau=ros

English (LSJ)

α, ον,
A = φαῦλος (EM128.57), first in Sol.13.15, Pi.P.1.87, prevailing in Ion. Prose, and freq. in Att. (v. infr. 1.2 and III):
I mostly of things, petty, paltry, trivial, Sol., Pi. ll. cc.; ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον having come to a trivial ending, Hdt.1.120.
2 indifferent, bad, χώρην τῆς νῦν ἐκτήμεθα οὐκ ἐλάσσονα οὐδὲ φλαυροτέρην Id.7.8.ά; φ. σημεῖον Hp.Aph.6.52; εἴ τι φ. εἶδες A.Pers.217 (troch.); opp. ἀγαθός, Pl.Men.92c; opp. καλός, Democr. 63; φλαῦρ' ἔπη μυθούμενος S.Aj.1162; κλύειν φλαῦρα ib.1323; φλαῦρον ἐργάσασθαί τινα to do one a mischief, Ar.Nu.1157; φλαῦρον εἰπεῖν τινας speak disparagingly of them, ib.834, cf. Lys.1045 (lyr.); περί τινος Antipho 5.30, Isoc.5.76; τῆς δόξης ταύτης φ. τι καταγιγνώσκειν Id.15.297; φ. τι ἀπολαῦσαί Id.8.81; γέροντα δ' ὀρθοῦν φλαῦρὸν ὃς νέος πέσῃ it is a poor thing, S.OC395.
II less freq. of persons, οὐ φλαυροτάτους.. τιμωρούς not the least distinguished... Hdt. 7.171; τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον the least serviceable part, Id.1.207; οἰκίης οὐ φλαυροτέρης not meaner, Id.1.99.
2 shabby, plain, of personal appearance, τὸ εἶδος φ. Id.6.61.
3 bad, opp. χρηστός, E.Med.1103 (anap.).
III Adv., φλαύρως ἔχειν = to be ill, Hp.Mul.1.26, Hdt.3.129, 6.135, Pl.Sph.228b; φλαύρως ἔχειν τινός = to be ill off for a thing, Th.1.126; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην have a slight knowledge of art Hdt.3.130; φλαύρως πρῆξαι τῷ στόλῳ to fare badly with.. Id.6.94; φλαύρως ἀκούειν to be ill spoken of, Id.7.10.ή; φλαύρως λέγειν ὑπέρ τινος Ael.VH8.17; φλαύρως ἰέναι, of the καταμήνια, Hp.Steril.241.

German (Pape)

[Seite 1290] eigtl. att. statt φαῦλος, aber auch bei Her. die vorherrschende Form, s. Schweigh. zu 1, 120; auch bei Pind. P. 1, 87; – schlecht, gering, nichtsnutzig, garstig u. s. w.; εἴ τι φλαῦρον εἶδες Aesch. Pers. 213; Soph. Ai. 1302; φλαῦρ' ἔπη μυθούμενος 1141; Gegensatz χρηστός Eur. Med. 1103; φλαῦρον οὐδὲν δρᾶν Ar. Lys. 1041; auch φλαῦρον εἰπεῖν τινα, Nubb. 824 Lys. 1044; Gegensatz ἀγαθός Plat. Men. 92 c; Polit. 273 c u. öfter, wie Folgde; οὐδὲν ἂν φλαῦρον εἴποιμι Dem. 24, 127, vgl. 158, u. sonst. – Adv.; φλαύρως ἔχειν, sich schlecht befinden, Her. 3, 129. 6, 135; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην, in Beziehung auf die Kunst, d. h. die Kunst schlecht verstehen, 3, 130; φλαύρως πρῆξαι τῷ στόλῳ, mit der Flotte Unglück haben, 6, 94; φλαύρως ἀκούειν, wie male audire, in schlechtem Rufe stehen od. gescholten werden, 7, 10, 7; τῶν φλαύρως ἐχόντων Plat. Soph. 228 b.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
mauvais, vain, frivole, chétif, sans valeur, d'où
1 insignifiant;
2 vilain, laid;
3 désagréable à entendre ; abs. φλαῦρα paroles désagréables à entendre, propos de mauvais augure ; subst. τὸ φλαῦρον partie faible ou insuffisante d'une chose, insuffisance, inutilité.
Étymologie: cf. φαῦλος.

Russian (Dvoretsky)

φλαῦρος:
1 плохой, дурной, негодный (χώρα Her.; ἔπη Soph.): οἰκίης οὐ φλαυροτέρης Her. не худшего дома, т. е. не уступающий в знатности рода; οὐ φλαυροτάτους φαίνεσθαι ἐόντας τιμωρούς τινι Her. оказываться не последними помощниками кому-л.; τὸ εἶδος φλαύρη Her. некрасивая внешностью;
2 ничтожный: γέροντα δ᾽ ὀρθοῦν φλαῦρον ὃς νέος πέσῃ Soph. бесполезно поднимать старика, который пал уже в юности (слова Эдипа о себе самом). - см. тж. φλαῦρον.

Greek (Liddell-Scott)

φλαῦρος: -α, -ον, ἰσοδύναμον τῷ φαῦλος (Ἐτυμολ. Μέγ. 128. 57), πρῶτον παρὰ Σόλωνι 12 (4), 15, Πινδ. Π. 1. 170, ἐπικρατεῖ δὲ ἀνεξαιρέτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζολόγοις καὶ οὐχὶ σπανίως ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς. Ι. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, μηδαμινός, «πρόστυχος», ἀνάξιος λόγου, Σόλων καὶ Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χώρην... οὐκ ἐλάσσονα οὐδὲ φλαυροτέρην Ἡρόδ. 7. 8· τοῦ ἐνυπνίου ἀποσκήψαντος ἐς φλαῦρον, ἴδε ἐν λ. ἀποσκήπτω. 2) μηδαμινός, ἄθλιος, ἀδιάφορος, κακός, φλ. σημεῖον Ἱππ. Ἀφ. 1258, εἴ τι φλαῦρον εἶδος Αἰσχύλ. Πέρσ. 217, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 92C· φλαῦρ’ ἔπη μυθούμενος Σοφοκλ. Αἴ. 1162· φλαῦρα κλύειν αὐτόθι 1323· φλαῦρον ἐργάζεσθαί τινα, male dicere de aliquo, κακολογεῖν τινα, αὐτόθι 834, Λυσί. 1043· περί τινος Ἀντιφῶν 133. 5, Ἰσοκρ. 97C· φλ. τι καταγιγνώσκειν τινὸς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 317· φλ. ἀπολαύειν τινὸς ὁ αὐτ. 175Β· φλ. τι ἔχειν ἐν ἑαυτῷ Πλάτ. Μένων 92C. 3) ἄχρηστος, ἀνωφελής, γέροντα δ’ ὀρθοῦν φλαῦρον [ἐστι] Σοφ. Ο. Κ. 395. ΙΙ. σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, οὐ φλαυροτάτους... τιμωρούς, οὐχὶ ποταπωτάτους ἢ ἀσθενεστάτους ἐκδικητάς, Ἡρόδ. 7. 171· τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον, τὸ ἥκιστα μάχιμον μέρος, ὁ αὐτ. 1. 207· οἰκίης οὐ φλαυροτέρης, οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας ἢ βαθμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 99. 2) πενιχρός, εὐτελής ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὁ αὐτ. 6. 61. 3) κακός, φαῦλος, ἀντίθετον τῷ χρηστός, Εὐρ. Μήδ. 1103. ΙΙΙ. Ἐπίρ. φλαύρως ἔχω, δὲν εἶμαι καλά, πάσχω, Ἡρόδ. 3. 129., 6. 135, Πλάτ. Σοφιστ. 228Β· φλ. ἔχω τινός, δὲν εἶμαι ἐν καλῇ καταστάσει ὡς πρός τι πρᾶγμα, Θουκ. 1. 126· ἀλλὰ φλαύρως ἔχω τὴν τέχνην, γνωρίζω κακῶς τὴν τέχνην, Ἡρόδ. 3. 130· φλ. πρῆξαι τῷ στόλῳ, ἀποτυχεῖν διὰ τοῦ στόλου, ὁ αὐτ. 6. 94· φλ. ἀκούω, ὡς τὸ Λατ. male audire, κακολογοῦμαι, ἔχω κακὴν φήμην Πολυδ. Ζ΄, 10, 7· φλ. λέγειν ὑπέρ τινος, Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 8. 17· φλ. ἰέναι, ἐπὶ τῶν καταμηνίων, Ἱππ. 686. 23.

English (Slater)

φλαῡρος trivial εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν (P. 1.87)

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
1. (για πράγμ.) α) ασήμαντος, μηδαμινός
β) πρόστυχος, κακός
γ) ανωφελής, άχρηστος
2. (για πρόσ.) α) ανάξιος ή ανίκανος για κάτι
β) φτωχός στην εμφάνιση
γ) ανήθικος, φαύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. κυρίως διαλέκτου, το οποίο συνδέεται από διάφορους μελετητές με το αρχ. νορβ. blaudr «δειλός» και το αγγλοσαξ. blēad «δειλός», τα οποία, κατά μία άποψη, μπορούν να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα bhlēu- / bhlәu- / bhlū- «αδύναμος, άθλιος, ελεεινός». Στην περίπτωση αυτή, το -α- του ελλ. τ., το οποίο γεννά μορφολογικά προβλήματα, θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί από τη χρήση του επιθ, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων (πρβλ. σκάζω [Ι], σκάπτω). Ωστόσο, η άποψη αυτή παραμένει ανεπιβεβαίωτη, αφού άλλωστε και η μορφή της ΙΕ ρίζας είναι τελείως υποθετική και δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Το επίθ. φλαῦρος, τέλος, πρέπει να συνδεθεί με το σημασιολογικώς συγγενές φαῦλος (για τη σχέση αυτή και για τις απόψεις σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού τών επιθ. βλ. λ. φαύλος)].

Greek Monotonic

φλαῦρος: -α, -ον, ισοδ. τύπος του φαῦλος.
I. 1. μηδαμινός, φαύλος, ασήμαντος, σε Σόλωνα, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. φαύλος, κακομοίρης, αδιάφορος, κακός, σε Αισχύλ., Σοφ.· φλαῦρον ἐργάζεσθαί τινα, κάνω σε κάποιον κακό, βλάπτω, σε Αριστοφ.· φλαῦρον εἰπεῖν τινα, κακολογώ κάποιον, στον ίδ.
3. άχρηστος, σε Σοφ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, οὐ φλαυροτάτους τιμωρούς, όχι τους μισητότερους ή ασθενέστερους εκδικητές, σε Ηρόδ.· τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον, το λιγότερο μάχιμο μέρος, στον ίδ.
2. πενιχρός, ευτελής, λέγεται για την εξωτερική εμφάνιση, σε Ηρόδ.
3. κακός, αντίθ. προς χρηστός, σε Ευρ.
III. επίρρ. φλαύρως ἔχειν, είμαι άρρωστος, σε Ηρόδ.· φλαύρως ἔχειν τινός, δεν είμαι καλά σχετικά με κάποιο πράγμα, σε Θουκ.· αλλά, φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην, γνωρίζω κακώς μια τέχνη, σε Ηρόδ.· φλαύρως ἀκούειν, όπως Λατ. male audire, έχω κακή φήμη, στον ίδ.

Middle Liddell

φλαῦρος, η, ον [collat. form of φαῦλος
I. petty, paltry, trivial, Solon., Pind., Hdt.
2. paltry, sorry, indifferent, bad, Aesch., Soph.; φλαῦρον ἐργάζεσθαί τινα to do one a mischief, Ar.; φλαῦρον εἰπεῖν τινα to speak disparagingly of him, Ar.
3. useless, Soph.
II. of persons, οὐ φλαυροτάτους τιμωρούς not the meanest or weakest avengers, Hdt.; τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον the least serviceable part, Hdt.
2. shabby, plain, of personal appearance, Hdt.
3. bad, opp. to χρηστός, Eur.
III. adv., φλαύρως ἔχειν to be ill, Hdt.; φλ. ἔχειν τινός to be ill off for a thing, Thuc.; but, φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην to know an art badly, Hdt.; φλ. ἀκούειν, like Lat. male audire, to be ill spoken of, Hdt.

Frisk Etymology German

φλαῦρος: {phlaũros}
Meaning: schlecht, geringfügig, ärmlich, nichtsnutzig (Pi., Sol., ion. att.);
Composita: φλαυρουργός schlecht arbeitend, Stümper (S.).
Derivative: Davon φλαυρότης f. Ämlichkeit (Plu., Poll.), -ίζω (Plu.), κατα- ~ (Pi., Hdt.) geringschätzen, herabwürdigen.
Etymology: Expressives Adj., mit dem synonymen φαῦλος (s.d.) auch formal vereinbar unter Annahme eines urspr. *φλαῦλος ("schwächebezeichnendes" λ-Suffix) mit verschiedenen Dissimilationen. — Eine ähnliche Lautgestalt zeigen einige germanische Adj., z.B. awno. blauðr furchtsam, zaghaft neben blautr weichlich, furchtsam, feucht, s. WP. 1, 208f., Pok. 159 m. Lit. und weiterern Material, das für das Griech. nichts lehrt. Machek Zeitschr. slav. Phil. 29, 357 vergleicht lett. blaurs sehr böse, grimmig, schlecht und lit. biaũrùs garstig, widerwärtig, häßlich (anders darüber Fraenkel s.v.).
Page 2,1021-1022

English (Woodhouse)

indifferent, poor, wicked, bad in quality, poor in quality

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μηδαμινός, τιποτένιος). Ἰσοδύναμο μέ τό φαῦλος. Ἀρχικά ἦταν φλαῦλος. Εἶναι συγγενικό μέ τό φλύω (=φλυαρῶ).

Translations

petty

Armenian: մանր; Bulgarian: дребнав, дребен, незначителен; Czech: drobný, malicherný; Danish: ubetydelig; Dutch: kleinzielig; French: petit, insignifiant, mesquin; German: gering, geringfügig, klein, kleinlich, unbedeutend, unwichtig; Greek: ασήμαντος, μηδαμινός, μικρός; Ancient Greek: μικκός, μικός, μικροπρεπής, μικρός, μικρόψυχος, σμικρός, φλαῦρος; Hungarian: piti, bagatell, jelentéktelen; Italian: meschino, gretto; Japanese: 微小な, 凡庸な, 小さい, 狭量; Latin: pusillus, minutus; Macedonian: ситен, мал; Norwegian: ubetydelig; Bokmål: smålig; Polish: błahy, drobny, małostkowy, nieistotny; Portuguese: fútil, insignificante, pequeno, mesquinho; Romanian: mărunt, meschin; Russian: пустячный, мелкий, мелочный; Spanish: quisquilloso, tiquismiquis, melindroso, de pitiminí, detallista, minucioso, mezquino; Swedish: småaktig, småsint; Ukrainian: малий, дріб'язковий; Welsh: pitw, mân