χρυσανταυγής

Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A reflecting golden light, πέταλα E.Ion890 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1378] ές, Gold entgegenstrahlend, Gold widerscheinend, πέταλα Eur. Ion 890.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσανταυγής: -ές, ὁ ἀνταυγάζων χρυσίζον φῶς, ἀπαστράπτων ὡς χρυσός, πέταλα Εὐρ. Ἴων 890.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux reflets d’or.
Étymologie: χρυσός, ἀνταυγής.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) χρυσαυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἀνταυγής «αυτός που ανακλά φως, που φεγγοβολά»].

Greek Monotonic

χρῡσανταυγής: -ές, αυτός που αντανακλά χρυσό φως, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσανταυγής: отсвечивающий золотом, золотистый (κρόκεα πέταλα Eur.).

Middle Liddell

χρῡσ-ανταυγής, ές
reflecting golden light, Eur.