χρυσόφιλος

Revision as of 02:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

German (Pape)

[Seite 1382] das Gold liebend, Anth. VIII, 185.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 8. 185.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a de l’amour pour l’or.
Étymologie: χρυσός, φίλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπάει πολύ τον χρυσό, φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. μουσό-φιλος].

Greek Monotonic

χρῡσόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά το χρυσό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόφῐλος: златолюбивый Anth.

Middle Liddell

χρῡσό-φῐλος, ον,
gold-loving, Anth.