κλωστής

Revision as of 03:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

οῦ, Dor. κλωσ-τάς, ὁ,

   A spinner, IG 5(1).209.22 (Sparta), EM495.27.    II web, κλωστοῦ . . λίνοισι dub.l. in E.Tr.537 (lyr., leg. κλωστοῦ λίνοιο).

German (Pape)

[Seite 1459] ὁ, der Spinner, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

κλωστής: -οῦ, ὁ, ὁ κλώθων, κλώστης, Ἐτυμολ. Μέγ. 495. 27. ΙΙ. ὕφασμα, κλωστοῦ... λίνοισι Εὐρ. Τρῳ. 537 (ἐκτὸς ἂν δεχθῶμεν τὴν διόρθωσιν, κλωστοῦ λίνοιο, καθὼς ὁ Σχολ. φαίνεται ἀναγνούς).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 fil qui se roule autour du fuseau;
2 fuseau.
Étymologie: κλώθω.

Greek Monotonic

κλωστής: -οῦ, ὁ, ύφασμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

κλωστής, οῦ,
a web, Eur.