κούφισις

Revision as of 03:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A lightening, alleviation, relief, Th.7.75; κούφισιν φέρειν J.AJ17.6.2, D.C.42.28.

German (Pape)

[Seite 1497] ἡ, Erleichterung; Thuc. 7, 75; Sp., κούφισιν φέρειν D. Cass. 42, 28.

Greek (Liddell-Scott)

κούφῐσις: -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις, ἀνακούφισις, Θουκ. 7. 75· κούφισιν φέρειν Δίων Κ. 42. 28, Ἰωσήπ. Ἰουδ Ἀρχ. 17. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek Monolingual

κούφισις, ἡ (Α) κουφίζω (II)]
ελάφρυνση, ανακούφιση.

Greek Monotonic

κούφῐσις: -εως, ἡ, ανακούφιση, καταπράϋνση, κατευνασμός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κούφῐσις: εως ἡ облегчение, утешение Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κούφισις -εως, ἡ [κουφίζω] verlichting, opluchting.

Middle Liddell

κούφῐσις, εως
a lightening, alleviation, relief, Thuc.