κορυδαλλίς

Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Greek Monotonic

κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).

Russian (Dvoretsky)

κορῠδαλλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Theocr. = κορυδαλλός.

Middle Liddell

κορῠδαλλίς, ίδος = κορῠδός, Theocr.]