κυνηγία

Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A hunt, chase, Arist.Rh.1371a5, Plb.8.25.4, D.S.3.36, etc.:—Trag. in Dor. form κυνᾱγία (cf. κυναγός) S.Aj.37 (cod. Med.), E.Hipp.109, and so prob. in Id Ba.339 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγία: ἡ, θήρα, κυνηγεσία, κυνήγιον, Τραγ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ κυνᾱγία, ἴδε ἐν λ. κυναγός), Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, Πολύβ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chasse.
Étymologie: κυνηγός.

Greek Monolingual

κυνηγία, ἡ, δωρ. τ. κυναγία (Α) κυνηγός
κυνήγι, θήρα.

Greek Monotonic

κῠνηγία: Δωρ. κυνᾱγία, , κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγία: дор. κῠνᾱγία ἡ Soph., Eur., Arst. = κυνηγέσιον 1 и 6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγία -ας, ἡ, Dor. κυνᾱγία, het jagen, de jacht (met honden):. κυνηγία καὶ πᾶσα θηρευτική jacht met honden en jagen in het algemeen Aristot. Rh. 1371a5.

Middle Liddell

hunt, chase, hunting, Trag.