καταδίωξη
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
Greek Monolingual
η καταδιώκω
1. συνεχής και επίμονη κίνηση εναντίον άψυχου ή ζωντανού κινούμενου στόχου με σκοπό την καταστροφή ή την αιχμαλωσία του («τα αεροπλάνα μας συνέχισαν την καταδίωξη τών εχθρικών αεροπλάνων»)
2. παρακολούθηση για σύλληψη ή φόνο («καταδίωξη κακοποιών»)
3. επιδίωξη βλάβης κάποιου
4. (νομ.) ποινική δίωξη
5. στρ. η τελευταία φάση νικηφόρου μάχης, κατά την οποία ο νικημένος αντίπαλος υποχωρεί κανονικά ή έχει τραπεί σε φυγή και ο νικητής τον καταδιώκει με σκοπό να εμποδίσει την ανασύνταξή του και αν είναι δυνατόν να επιτύχει την αιχμαλωσία ή τη διάλυσή του
6. φρ. ιατρ. «μανία καταδιώξεως» — η έμμονη ιδέα που κατέχει κάποιον ότι όλοι τον επιβουλεύονται.