λιθόβολος

Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Greek Monolingual

λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῑται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).

Middle Liddell

λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθοβόλος βάλλω
proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.