κουρεύτρια

Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ, fem. of κουρεύς, κουρευτής, Plu.Ant.60.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κουρεύς, κουρευτής, Πλουτ. Ἀντών. 60.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. c. κουρεύς.

Greek Monolingual

κουρεύτρια, ἡ (Α)
βλ. κουρευτής.

Greek Monotonic

κουρεύτρια: ἡ, θηλ. του κουρεύς, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρεύτρια -ας, ἡ [κουρά] kapster.

Russian (Dvoretsky)

κουρεύτρια: ἡ парикмахерша Plut.

Middle Liddell

κουρεύτρια, ἡ, [fem. of κουρεύς, Plut.]