μαστιάω

Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A = μαστίζω, only in Ep. part. μαστιόων, Hes.Sc.431.

Greek (Liddell-Scott)

μαστιάω: μαστίζω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.

Greek Monotonic

μαστιάω: = μαστίζω, μόνο στην Επικ. μτχ. μαστιόων, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μαστιάω: (только part. praes. μαστιόων) хлестать, бить (πλευράς τε καὶ ὤμους οὐρῇ Hes.).

Middle Liddell

μαστιάω, = μαστίζω, Hes.] only in epic part. μαστιόων]