μονόθεν

Revision as of 04:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Adv.

   A alone, singly, μοῦνος μουνόθεν Hdt.1.116 (v.l. μουνωθέντα).    II on one side only, Sch.Arat.8.

German (Pape)

[Seite 203] allein, einzig, Schol. Arat. Phaen. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μονόθεν: Ἐπίρρ., ἐξ ἑνὸς μέρους, μοῦνος μουνόθεν, ὁλομόναχος, Ἡρόδ. 1. 116.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’un seul côté.
Étymologie: μονός, -θεν.

Greek Monolingual

μονόθεν και ιων. τ. μουνόθεν (Α)
επίρρ.
1. από ένα μέρος
2. από τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μακρό-θεν)].

Greek Monotonic

μονόθεν: Ιων. μουν-, επίρρ., μόνο, μοναδικά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μονόθεν: ион. μουνόθεν adv. наедине, в одиночестве Her.

Middle Liddell

alone, singly, Hdt.