ξυλοπαγής

Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ές,

   A built on piles, Str.5.1.7.

German (Pape)

[Seite 281] ές, aus Holz zusammengefügt, Strab. V, 1, 213.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπᾰγής: -ές, συνηρμοσμένος ἐκ ξύλων, Στράβ. 213.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: ξύλον, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές (Α ξυλοπαγής, -ές)
συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -παγής{ < θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. κηρο-παγής].

Greek Monotonic

ξῠλοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Στράβ.

Middle Liddell

ξῠλο-πᾰγής, ές πήγνυμι
built of wood, Strab.