ξενοδοχία

Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A entertainment of a stranger, X.Oec.9.10 (pl.), Thphr.Char.23.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, das Aufnehmen, Bewirthen von Fremden od. Gästen, Xen. Oec. 9, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδοχία: ἡ, ἡ περιποίησις ξένου, Ξεν. Οἰκ. 9. 10, Θεοφρ. Χαρακτ. 23· - ἀλλὰ διορθωτέον ξενοδοκία, ἴδε ξενοδόχος.

Greek Monolingual

ξενοδοχία, ἡ (Α) ξενοδόχος
περιποίηση ξένου, φιλοξενία.

Greek Monotonic

ξενοδοχία: ἡ, φροντίδα, περιποίηση ξένων, σε Ξεν.

Middle Liddell

ξενοδοχία, ἡ, [from ξενοδόκος
entertainment of a stranger, Xen.