οἰόζωνος

Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A alone and girt up, i.e. lonely wayfarer, S.OT846.

German (Pape)

[Seite 308] = μονόζωνος, allein, ἄνδρ' ἕνα οἰὁζωνον, Soph. O. R. 846; Hesych. erkl. μονόστολος, der Alleingehende.

Greek (Liddell-Scott)

οἰόζωνος: -ον, = μονόζωνος, Σοφ. Ο. Τ. 846· πρβλ. οἶος. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αϳ, σ. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a qu’une ceinture ou un baudrier, càd équipé ou armé à la légère;
2 qui voyage seul.
Étymologie: οἶος, ζώνη.
Syn. μονόστολος.

Greek Monolingual

οἰόζωνος, -ον (Α)
αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος].

Greek Monotonic

οἰόζωνος: -ον (ζώνη), = μονόζωνος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰόζωνος: имеющий один лишь (дорожный) пояс, т. е. одиноко путешествующий (ἀνήρ Soph.).

Middle Liddell

οἰό-ζωνος, ον, [ζωνη] = μονόζωνος, Soph.]