οἶος

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶος Medium diacritics: οἶος Low diacritics: οίος Capitals: ΟΙΟΣ
Transliteration A: oîos Transliteration B: oios Transliteration C: oios Beta Code: oi)=os

English (LSJ)

α (Ep. η), ον, Cypr. οἶϝος Inscr.Cypr.135.14 H.:—
A alone, lonely, freq. in Hom. and Hes., thrice in Pi., once in A., twice in S. (v. infr.):—Special usages:
1 defined by the addition of other words, οἶ. ἄνευθ' ἄλλων Il.22.39; οἶ.... νόσφιν δεσποίνης Od.14.450; οὐκ οἶ., ἅμα τῷ γε… not alone, but... Il.2.822, cf. Od.1.331, al.; οἶ. ἐν ὄρφνᾳ Pi.O.1.71, cf. P.1.93; οἶ. (prob. cj.) ἐξέβης λαθών S.Fr.22: neut. οἶον as adverb, γαστέρες οἶον naught but…, Hes.Th.26; οἶον μὴ.. only let not... A.Ag.131 (lyr.); οὐ… οἶον, ἀλλ'… not only…, but... IG3.171B22.
2 strengthened, εἷς οἶος, μία οἴη, one alone, one only, Il.4.397, 18.565, al.; dual, δύ' οἴω 24.473, Od.14.94: pl., δύ' οἴους 3.424; δύ' οἶαι 16.245.
3 sometimes c. gen., οἴη γάρ ῥα θεῶν alone, the only one, of the gods, Il.11.74; τῶν οἶος ib.693; οἶος θεῶν Pi.Fr.93.
4 with a Prep., οἴη ἐν ἀθανάτοισιν alone among the immortals, Il.1.398; οἶος μετὰ τοῖσι Od.3.362: but οἶον ἀπ' ἄλλων alone from, apart from, 9.192; οἶον ἀπ' ἀνθρώπων 21.364; πῶς ἂν… ἀπὸ σεῖο… λιποίμην οἶ.; Il. 9.438; οἶ. Ἀτρειδῶν δίχα clam Atridis, S.Aj.750.
II single in its kind, unique, excellent, ὃς δέ μοι οἶ. ἔην... Ἕκτορα Il.24.499. (Cf. OPers. aiva- 'one': I.-E. oi-wo-, akin to oi-no-, v. οἴνη (B).)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
seul :
1 propr. seul, unique : εἷς οἶος IL un seul ; οἴη θεῶν IL seule d'entre les dieux ; adv. • οἶον, seulement : οἶον μή, seulement que… ne !;
2 isolé de, séparé de : ἀπό τινος, τινος δίχα, de qqn;
3 seul en son genre, sans égal.
Étymologie: DELG i.-e. *oiwo- avec suff. -Ϝος que l'on retrouve dans *μόνϜος > μόνος, *ὅλϜος > ὅλος, *δεξιϜός > δεξιός, qui indique une relation spatiale.

German (Pape)

(vgl. εἷς, ἴα, unus), allein, ohne andere Hilfe oder Begleitung; οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ, Il. 6.403; οὐκ οἶος, ἅμα τῷγε … ἕποντο, Il. 2.745 und öfter; οἶος ἄνευθ' ἄλλων, 22.39; οἶος, μηδέ τις ἄλλος ἅμα ἴτω, 24.148; ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος, 5.304 und öfter; καὶ οἶος, auch allein, ohne Hilfe; – verstärkt οἰόθεν οἶος, ganz allein, Il. 7.39; εἷς οἶος, oft, δύ' οἴω, zwei allein, 24.473, δύο οἶαι, Od. 3.424, 16.245. Aus Vrbdgn wie πῶς ἂν ἔπειτ' ἀπὸ σεῖο … λιποίμην οἶος, Il. 9.438, ist die Konstruktion οἶος ἀπ' ἄλλων zu erklären, Od. 9.192, οἶος ἀπὸ σεῖο, οἶος ἀπ' ἀνθρώπων, d.i. verlassen von dir, von den Menschen, Il. 9.438, Od. 21.364; auch τῶν οἶος, von denen verlassen, Il. 11.693, vgl. 74; – οἶος μετὰ τοῖσιν, allein unter diesen, Od. 3.362; οἴη ἐν ἀθανάτοισιν, allein unter den Göttinnen, Il. 1.398; οἶος ἐν ὄρφνᾳ, Pind. Ol. 1.71; οἶον μανύει, P. 1.93; Κάλχας μεταστὰς οἶος Ἀτρειδῶν δίχα, Soph. Aj. 737; Eur. Heracl. 743. – Auch, wie μόνος, einzig in seiner Art, vortrefflich, Il. 24.499. – Einzeln auch bei sp.D., in der Prosa nur als Reminiscenz aus Dichterstellen.

Russian (Dvoretsky)

οἶος: (совершенно) один, единственный, одинокий: οἰόθεν οἶος Hom. совершенно один; εἷς οἶος Hom. только один; δύο οἶαι Hom. (всего) лишь две; οἴη ἐν ἀθανάτοισιν Hom. единственная среди бессмертных; οἶ. μετὰ τοῖσιν Hom. единственный среди них; οἶ. ἀπὸ σεῖο Hom. один без тебя; οἶ. ἀπ᾽ ἀνθρώπων Hom. вдали от людей; οἶ. Ἀτρειδῶν δίχα Soph. в стороне от Атридов - см. тж. οἶον.

Greek (Liddell-Scott)

οἶος: -η, -ον, ὡς τὸ μόνος ΙΙ, «μονάχος», ἑπομένως, κατάμονος, μονήρης, ἂν καὶ συχνάκις δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ μόνον δι’ ἐπιρρήμ. «μόνον», συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· τρὶς παρὰ Πινδ., ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλῳ, καὶ δὶς παρὰ Σοφ. (ἴδε κατωτ.), πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 743· ὡσαύτως εὕρηται ἔν τισι μεθ’ Ὅμηρον συνθέτοις, οἰοβώτης, οἰόζωνος, οἰονόμος, οἰόφρων. - Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) ἐνισχυομένης τῆς ἐννοίας καὶ προσδιοριζομένης δι’ ἄλλων λέξεων, οἶος ἄνευθ’ ἄλλων Ἰλ. Χ. 39· οἶος ..., νόσφιν δεσποίνης Ὀδ. Ξ. 450· - μετ’ ἀρνήσ., οὐκ οἶος, ἅμα τῷγε ..., συχνὸν παρ’ Ὁμήρ.· οἶος ἐν ὄρφνᾳ Πινδ. Ο. 1. 115· οἶος ἐξέβης λαθὼν Σοφ. Ἀποσπ. 23· - οὐδ., οἶον, ὡς ἐπίρρ., οἶον, μηδέ τις ἄλλος ἅμα ... ἴτω Ἰλ. Ω. 148· γαστέρες οἶον, μόνον γαστέρες, Ἡσ. Θ. 26· οἶον μὴ .., Λατ. modo ne ..., μόνον νὰ μή..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. 2) ἐπιτεταμένον: εἶς οἶος, μία οἴη, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ὡς τὸ εἶς μόνος· ὡσαύτως ἐν τῷ δυϊκῷ, δύο οἴω Ἰλ. Ω. 473, Ὀδ. Ξ. 94· καὶ ἐν τῷ πληθ., δύο οἴους, δύο οἶαι Γ. 424. 3) ἐνίοτε μετὰ γεν., οἴη γάρ ῥα θεῶν, μόνη, ἡ μόνη μεταξὺ τῶν θεῶν, Ἰλ. Λ. 74· τῶν οἶος αὐτόθι 693· οἶος θεῶν Πινδ. Ἀποσπ. 93. 4) μετὰ προθ., οἴη ἐν ἀθανάτοισιν, μόνη μεταξὺ τῶν λοιπῶν θεαινῶν, Ἰλ. Α. 398· οἶος μετὰ τοῖσι Ὀδ. Γ. 362· ἀλλά, οἶος ἀπ’ ἄλλων, χωριστά, χωρίς, Ὀδ. Ι. 192· οἶος ἀπ’ ἀνθρώπων Φ. 364· πῶς ἂν .. ἀπὸ σεῖο ... λιποίμην οἶος; Ἰλ. Ι. 438· οὕτως, οἶος Ἀτρειδῶν δίχα, clam Atridis, Σοφ. Αἴ. 750. ΙΙ. ὡς τὸ μόνος ΙΙΙ, μόνος εἰς τὸ εἶδος του, μοναδικός, ὃς δέ μοι οἶος ἦν ..., Ἕκτορα Ἰλ. Ω. 499. (Συγγενὲς τῷ ἴος, ἴα, = εἷς, μία· ὡσαύτως τῷ Λατ. unus, πρβλ. οἴνη). - Ἴδε περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ οἶος Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 110 κἑξ.

English (Autenrieth)

alone; μἴ οἴη, δὔ οἴω, δύο οἴους, Od. 3.424; οἶος ἄνευθε or ἀπό τινος, Χ 3, Od. 9.192; ‘alone of its kind,’ i. e. best, Il. 24.499.

English (Slater)

οἶος (-ος, -ον, -οι; -ας, -αν, -αις; -ον nom., acc., -α nom., acc.)
   1 rel.,
   a c. antecedent, such as εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών (P. 2.72) Χίρωνα· οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ τέκτονα (P. 3.5) ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν (P. 3.113) προγόνων· οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν (P. 9.105) μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.73) (ἔρωτες) οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.6)
   b without antecedent: n. pl. nom., acc., such as, (as) when ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.16) ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας, οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον (P. 1.73) οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν, οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ αἰεὶ βροτῷ (P. 2.75) ἰαχὰν ὑμεναίων, ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.18) ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἷα καὶ πολλὰ πάθον (P. 3.20) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις, οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: θαυμαστικῶς expll. Σ.) (I. 1.24) Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο, ο ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (Reinach: οἷος codd., def. Galavotti RFIC, 1962, 41) *fr. 107a. 4.*
   c introducing comparisons, like ἀγωνίας δ' ἕρκος οἷον, σθένος (P. 5.113) οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ (sc. εἰσί) (I. 9.6)
   2 exclamatory. οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα (O. 9.89) τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς (P. 1.27) “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” (P. 9.31) οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι (Didymus: οἷον Aristarchus) (N. 4.93) ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων (I. 6.62) n. pl. pro adv., ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. [[[οἷα]] τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον (codd. vulgo: εἶα unus cod. ante corr.) fr. 194. 2.]
   3 introducing indir. quest. ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις παρέμειν (P. 1.47) γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵαις εἰμὲν αἴσας (P. 3.60) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει, οἷον εὖρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον (P. 9.113) ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2. 6.
   4 fragg. ]ι οἷά ποτε Θήβᾳ[ (Pae. 18.8) ]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8.
οἶος alone οἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν (O. 1.71) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.93) ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεὺς fr. 93. ]αν ὀιοσου[ P. Oxy. 2445. fr. 7.

Greek Monolingual

(I)
οἶος, -οἴα, -ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α)
1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.)
2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον- μόνο, μοναχά
4. (σχν. η έννοια τους επιτείνεται με την προσθήκη αριθμτ. εἷς οἶος, μία οἴη)
ένας μόνος, μία μόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ ρίζα με σημ. «μοναδικός, μόνος» (πρβλ. οίνη). με επίθημα -Foς (< IE oi-wo-), πρβλ. δεξιός < δεξιFός, μόνος < μόνFoς, ὅλος < ὅλFος. Το επίθ. συνδέεται με αβεστ. aēva-, αρχ. περσ. aina- (βλ. και λ. οίνη)].
(II)
-α, -ο (Α οἷος, οἵα, -ον, ιων. τ. θηλ. οἵη)
(αντων.)
1. τέτοιος που, όπως ο, καθώς ο («το αποτέλεσμα υπήρξε οίον ανεμένετο»)
2. (συχνά σε ανεξάρτητες προτάσεις χρησιμοποιείται ως επιφώνημα προκειμένου να δηλωθεί θαυμασμός, απορία ή έκπληξη για κάτι το ασυνήθιστο ή για κάτι απροσδόκητα κακό ή απροσδόκητα καλό) ποιος, τί (α. «οία συμφορά μάς βρήκε ξαφνικά» β. «οἷον ἄνδρα λέγεις ἐν κινδύνῳ εἶναι», Πλάτ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) οίον και οία
λογουχάρη, επί παραδείγματι (α. «πτηνά τινα, οίον η όρνις» β. «λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων, οἷον ἀσπαλιευτής», Πλάτ.)
αρχ.
1. (με διάφορα μόρια, όπως δή, περ, τε, που αλλά και μόνο του για δήλωση σύγκρισης) όπως ακριβώς (α. «οἵη περ φύλλων γενεὴ τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.
β. «οἷος καὶ Πάρις ἐλθὼν ἐς δόμον τὸν Ἀτρειδᾶν ἤσχυνε ξενίαν τράπεζαν», Αισχύλ.)
2. (με την αόρ. αντων. τις, τι προκειμένου να γενικεύσει παράθεση ή σύγκριση) ποιας ποιότητας, ποιου είδους ή πόσο μεγάλοςοἶσθα εἰς οἷόν τινα κίνδυνον ἔρχει;», Πλάτ.)
3. (συχνά χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί ο λόγος, η αιτία για την οποία έγινε κάτι) ένεκα του οποίου («ἄνακτα χόλος λάβεν, οἷον ἄκουσεν», Ομ. Ιλ.)
4. (με επίθ. με αοριστολογική έννοια) κάποιας λογής, κάπωςοἷον τετανότριχα καὶ οὐ πάνυ εὐγένειον», Πλάτ.)
5. (με επίθ. υπερθ. βαθμού) όσο το δυνατόν («ξύμμαχος ἔσομαι οἷος ἂν δύνωμαι ἄριστος», επιγρ.)
6. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) α) πόσο πολύ, σε πόσο μεγάλο βαθμό («οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται», Ομ. Οδ.)
β) καθώς, ακριβώς όπως («οἷά τις... ἀηδών», Αισχύλ.)
γ) δηλαδή, ήτοι («τὸ νῦν ῥηθησόμενον, οἷον...», Αριστοτ.)
δ) (σε αριθμητικούς υπολογισμούς) περίπου («προαπεχώρησαν ἀπὸ τοῦ Δηλίου οἷον δέκα σταδίους», Θουκ.)
ε) (με μτχ.) επειδή («οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ γενομένου», Θουκ.)
7. φρ. α) «οἷός εἰμι»
(με απαρμφ.) i) είμαι αρμόδιος, κατάλληλος ή ικανός για κάτι («οὐ γὰρ ἦν ὥρα οἵα τὸ πεδίον ἄρδειν», Ξεν.)
ii) προτίθεμαι, σκοπεύω να κάνω κάτι ή προσπαθώ να κάνω κάτι («ἐβιάζετο... καὶ οἷος ἧν ἐξευρεῖν τὴν θύραν», Λυσ.)
β) (ως απρόσ. εκφρ.) «οἷόν τ' ἐστί» και «οἶα τ' ἐστί» — είναι δυνατόν να («οὐκ οἷά τε εἷναι ἰδεῖν τὸ πρόσω», Ηρόδ.)
γ) «ὡς οἷόν τε» — όσο το δυνατόν («ἔστι δὲ τὰ... πάλαι λεχθέντα πρὸς σωτηρίαν, ὡς οἷόν τε, τῆς τυραννίδος», Αριστοτ.)
δ) «οὐχ οἷον... ἀλλ' οὐδὲ...» ή «μὴ οἶον... ἀλλὰ μηδέ...» — όχι μόνο δεν... αλλά ούτε («οὐ γὰρ οἷον εὐλόγους ἀφορμὰς ἕχοντες, ἀλλ' οὐδὲ ἀφορμάς», Πολ.).
επίρρ...
οἵως (Α)
με ποιο τρόπο, πώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. οἷος, οἵα, οἵον έχει σχηματιστεί από το θ. yo της ὅς, , (βλ. λ. ός [Ι]) με επίθημα -οίος (πρβλ. τοῖος, ποῖος) που έχει προέλθει με εκφραστικό διπλασιασμό του -y-. Κατ' άλλη άποψη, η αντων. οἷος έχει παραχθεί από γεν. πληθ. οἵων (πρβλ. αρχ. ινδ. yesām), βλ. και λ. τοίος].

Greek Monotonic

οἶος: -η, -ον,
I. 1. όπως το μόνος, μονάχος, μοναχικός, μολονότι συχνά μπορεί να ερμηνευθεί ως επίρρ., μονάχα, μόνο, σε Όμηρ., Ησίοδ.· οἶος ἄνευθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· με άρνηση, οὐκ οἶος, ἅμα τῷγε..., όχι μόνο, αλλά..., στο ίδ.· το ουδ. οἶον ως επίρρ., στο ίδ.
2. επιτετ. εἷς οἶος, μία οἴη, ένας μόνο, μία μονάχα, σε Όμηρ.· στον δυϊκ., δύο οἴω, στο ίδ.· στον πληθ., δύο οἶαι, σε Ομήρ. Οδ.· σπανίως, στην Αττ.
3. με γεν., οἴη θεῶν, η μόνη απ' τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· συνεπώς, οἴη ἐν ἀθανάτοισιν, η μόνη ανάμεσα στις θεές, στο ίδ.· οἶος μετὰ τοῖσι, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, οἶος ἀπ' ἄλλων, χωριστά, στο ίδ.· οἶος Ἀτρειδῶν δίχα, clam Atridis, σε Σοφ.
II. μοναδικός στο είδος του, εξαιρετικός, έξοχος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: only, single (class. μόνος).
Other forms: (), -ον (Hom., Hes., Pi., A., S.), οἶϜος (Cypr.).
Dialectal forms: Myc. owowe = οἰϜ-ώϜης with a single ear.
Compounds: As 1. member a.o. in οἰο-πόλος wandering solely, alone (Hom., Pi.) with οἰοπολ-έω (E. in lyr., AP).
Derivatives: οἰόθεν, strengthening to οἶος wholly alone (H 39, 226); Schwyzer- Debrunner 700, Chantraine Gramm. hom. 2, 151; explanation by Leumann Hom. Wörter 258 ff.; denom. aor. οἰωθῆναι (: *οἰόομαι) to be left alone (Il., Q. S.). -- Details on the use of οἶος in Ruijgh L'élém. ach. 127 f.
Origin: IE [Indo-European] ]286] *oiu̯o- one, only (lar. uncertain)
Etymology: Identical with OIran., Av. aēva-, OP. aiva- alone, one, IE *oiu̯o-s; fomation like *μόνϜος (> μόνος), *ὅλϜος (> ὅλος), s. vv. Beside it IE *oino-s, s. οἴνη. On itself stands Skt. éka-'one', PInd. (Mitanni) aika-; perhaps IE *oiko-s, but perhaps shortened from *ai-u̯a-ka- (doubting Mayrhofer Indoir. Journ. 4, 146 n. 75). Further connection with pronominal e-, i- (WP. 1, 101, Pok. 286, W.-Hofmann s. ūnus w. rich lit.) is uncontrolable. Cf. also Fraenkel Glotta 4, 38 w. lit., Gonda Reflexions 79 f. Contestable on the stemformation Specht Ursprung 64 a. 190.

Middle Liddell

οἶος, η, ον like μόνος
I. alone, lone, lonely, though it can often only be rendered by an adv. alone, only, Hom., Hes.; οἶος ἄνευθ' ἄλλων Il.;—with negat., οὐκ οἶος, ἅμα τῷγε. ., not alone, but. ., Il.;—neut., οἶον as adv., Il.
2. strengthened, εἷς οἶος, μία οἴη one alone, one only, Hom.; in dual, δύο οἴω Hom.; in plural, δύο οἴαι Od.:—rare in Attic
3. c. gen., οἴη θεῶν alone of the gods, Il.; so, οἴη ἐν ἀθανάτοισιν alone among the goddesses, Il.; οἶος μετὰ τοῖσι Od.; but, οἶος ἀπ' ἄλλων alone from, apart from, Od.; οἶος Ἀτρειδῶν δίχα, clam Atridis, Soph.
II. single in its kind, unique, excellent, Il.

Frisk Etymology German

οἶος: {oĩos}
Forms: -α (-η), -ον (Hom., Hes., vereinzelt Pi., A., S., u.a.), οἶϝος (kypr.)
Meaning: einzig, allein (klass. μόνος).
Composita: Als Vorderglied u.a. in οἰοπόλος allein wandelnd, einsam (Hom., Pi.) mit οἰοπολέω (E. in lyr., AP); ganz unsicher myk. o-wo-we = οἰϝώϝης ‘mit einem einzigen Ohr (Henkel)’?
Derivative: Davon οἰόθεν, verstärkend zu οἶος ganz allein (H 39, 226); Schwyzer- Debrunner 700, Chantraine Gramm. hom. 2, 151; Erklärungssversuch von Leumann Hom. Wörter 258 ff.; denom. Aor. οἰωθῆναι (: *οἰόομαι) allein gelassen werden (Il., Q. S.). — Einzelheiten über den Gebrauch von οἶος bei Ruijgh L’élém. ach. 127 f.
Etymology: Mit airan., aw. aēva-, apers. aiva- einzig, ein identisch, idg. *oiu̯o-s; Bildung wie *μόνϝος (> μόνος), *ὅλϝος (> ὅλος), s. dd. Daneben idg. *oino-s, s. οἴνη. Für sich steht aind. éka-’ein’, urind. (mitanni) aika-; anscheinend idg. *oiqo-s, aber vielleicht aus *ai-u̯a-ka- abgekürzt (zögernd Mayrhofer Indoir. Journ. 4, 146 A. 75). Weitere Anknüpfung an pronominales e-, i- (WP. 1, 101, Pok. 286, W.-Hofmann s. ūnus m. reicher Lit.) verliert sich in einer unkontrollierbaren Vorzeit. Vgl. noch Fraenkel Glotta 4, 38 m. Lit., Gonda Reflexions 79 f. Anfechtbar über die Stammbildung Specht Ursprung 64 u. 190.
Page 2,367

English (Woodhouse)

alone, lonely

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

οἴη οἶον (=μόνος). Ἀρχικά ἦταν οἰϝος=οἶος. Σχετίζεται μέ τό οἰνός (=ὁ ἀριθμός 1 τῶν κύβων, μονάδα). Σύνθετα: οἰοβώτης (=πού τρέφεται μόνος του), οἰόζωνος, οἰόκερως (=μονόκερως), οἰονόμος (=ἐρημικός), οἰόφρων (=ἐρημικός), οἰοχίτων, οἰόβιος, -ον (=μονόβιος), οἰοβουκόλος, -ον (=ὁ βοσκός ἑνός μοσχαριοῦ, δηλ. τῆς Ἰοῦς), οἰόβατος, -ον (ἐρημικός), οἰωνός (=πουλί μαντικό).