ὁρκοῦρος
English (LSJ)
ὁ,
A v. ἑρκοῦρος.
German (Pape)
[Seite 379] ὁ, = ἑρκοῦρος, Mel. 129 (XII, 257); vgl. Jacobs A. P. p. 785.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκοῦρος, Ἀνθολ. Π. 12. 257· ἴδε ὅρκος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ὁρκοῡρος, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του ἑρκοῦρος (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη.
Greek Monotonic
ὁρκοῦρος: ὁ, = ἑρκ-οῦρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκοῦρος: ὁ Anth. = ἕρκουρος.
Middle Liddell
ὁρκ-οῦρος, ὁ, = ἑρκοῦρος, Anth.]